Greek Meaning of intertwist

πλεγμένος

Other Greek words related to πλεγμένος

Definitions and Meaning of intertwist in English

Webster

intertwist (v. t.)

To twist together one with another; to intertwine.

FAQs About the word intertwist

πλεγμένος

To twist together one with another; to intertwine.

στρέφω,υφαίνει,μίγμα,Πλεξούδα,σύνδεσμος,περιπλέκω,εμπλέκω,διαπλεγμένος,πλέκω,υφαίνω

ξεμπερδεύω,χαλαρώνω,Ξετυλίγω,ξεμπερδεύω,ξετυλίγω

intertwiningly => αλληλοπλεκόμενα, intertwine => πλέκω, intertubular => μεσοσωληνικός, intertropical => Ιντερτροπικός, intertrochanteric => Διατραχηλικός,