FAQs About the word gazingstock

θέαμα

A person or thing gazed at with scorn or abhorrence; an object of curiosity or contempt.

No synonyms found.

No antonyms found.

gazing => κοιτώντας επίμονα, gazillion => τρισεκατομμύρια, gazetting => δημοσίευση στην επίσημη εφημερίδα, gazetteer => Γαζετεριδ, gazetted => δημοσιευμένο στην εφημερίδα της κυβερνήσεως,