Greek Meaning of parting (with)

χωρίζοντας (με)

Other Greek words related to χωρίζοντας (με)

Definitions and Meaning of parting (with) in English

parting (with)

to give up possession or control of (something)

FAQs About the word parting (with)

χωρίζοντας (με)

to give up possession or control of (something)

Εγκατάλειψη,εγκατάλειψη,απόρριψη,εγκατάλειψη,εγκατάλειψη,παραίτηση,απόρριψη,εγκράτεια,βήχας,δήμευση

φύλαξη,διατήρηση,παρακράτηση

partier => γλεντζές, particulars => Λεπτομέρειες, particles => σωματίδια, participates => συμμετέχει, partialities => προκαταλήψεις,