Greek Meaning of partisanships

μεροληψία

Other Greek words related to μεροληψία

Definitions and Meaning of partisanships in English

partisanships

the quality or state of being partisan

FAQs About the word partisanships

μεροληψία

the quality or state of being partisan

Προκατάληψη,μεροληψία,προκατάληψη,τεντεντσιώδες,σοβινισμός,Φατριασμός,χάρη,μεροληψία,νεποτισμός,αντικειμενικότητα

Αμεροληψία,αδιαφορία,Ο ουδετερότητα,αντικειμενικότητα,απέχθεια,Ήρεμος,Απόσπαση,Αντιπάθεια,Αηδία,Ανοιχτό μυαλό

partisans => αντάρτες, partings => αποχωρισμοί, parting of the ways => Διαχωρισμός δρόμων, parting (with) => χωρίζοντας (με), partier => γλεντζές,