Greek Meaning of partialities

προκαταλήψεις

Other Greek words related to προκαταλήψεις

Definitions and Meaning of partialities in English

partialities

a special taste or liking, the quality or state of being partial

FAQs About the word partialities

προκαταλήψεις

a special taste or liking, the quality or state of being partial

συγγένειες,τάσεις,αγάπες,ικανότητες,κλίσεις,Προκαταλήψεις,Οστά,συσκευές,τζίνι,Εθισμοί

αλλεργίες,αποστροφές,αποσπάσματα,αποδοκιμάζει,απροθυμίες,δεν αρέσει,αποστροφή,αδιαφορία,απάθεια,αμεροληψίες

parted (with) => χωρίστηκε με (κάποιον), partaking (of) => συμμετέχοντας (σε), partakes => συμμετέχει, partaken (of) => πήρε μέρος (σε), partake (of) => Συμμετέχει σε,