Greek Meaning of propensities

τάσεις

Other Greek words related to τάσεις

Definitions and Meaning of propensities in English

propensities

an often intense natural inclination or preference, a natural inclination or liking

FAQs About the word propensities

τάσεις

an often intense natural inclination or preference, a natural inclination or liking

τάσεις,τρόποι,συγγένειες,Συνήθειες,κλίσεις,προτιμήσεις,προδιαθέσεις,προσηλώσεις,ικανότητες,λυγισμένο

δεν αρέσει,αδιαθεσίες,απροθυμίες

propels => Προωθεί, propelled => ώθηθηκε, propagating => πολλαπλασιαζόμενος, propagates => διαδίδεται, propagated => μεταδιδόμενο,