Greek Meaning of indispositions
αδιαθεσίες
Other Greek words related to αδιαθεσίες
- ανάρρωση
- επούλωση
- Υγεία
- υγεία
- ανάκαμψη
- ανάρρωση
- Αποκατάσταση
- υγεία
- ευεξία
- ολότητα
- υγεία
- επιστροφή
- Φυσική κατάσταση
- ανθεκτικότητα
- εγκάρδιος
- επισκευή
- συγκέντρωση
- Ανθεκτικότητα
- σχήμα
- αντοχή
- δύναμη
- αντοχή
- ζωντάνια
- ζωτικότητα
- αποκατάσταση
- λουλούδι
- κατάσταση
- FLUSH
- ανθεκτικότητα
- ευημερία
- πρόνοια
- ευεξία
- Καπέλο snapback
- Ζωηρότητα
Nearest Words of indispositions
Definitions and Meaning of indispositions in English
indispositions
a slight illness, disinclination, a usually slight illness, the condition of being indisposed, lack of willingness
FAQs About the word indispositions
αδιαθεσίες
a slight illness, disinclination, a usually slight illness, the condition of being indisposed, lack of willingness
ασθένεια,Νόσος,συνθήκη,νόσος,διαταραχή,δυσλειτουργία,ανθυγιεινότητα,ασθένεια,δυστυχία,αδυναμία
ανάρρωση,επούλωση,Υγεία,υγεία,ανάκαμψη,ανάρρωση,Αποκατάσταση,υγεία,ευεξία,ολότητα
indiscretions => Αδιακρισίες, indigo snakes => φίδια ίντιγκο, indigens => Ιθαγενείς, indigenes => αυτόχθονες, indifferences => αδιαφορία,