Greek Meaning of self-fulfillment

Αυτοπραγμάτωση

Other Greek words related to Αυτοπραγμάτωση

Definitions and Meaning of self-fulfillment in English

Wordnet

self-fulfillment (n)

the fulfillment of your capacities

FAQs About the word self-fulfillment

Αυτοπραγμάτωση

the fulfillment of your capacities

ενδοσκόπηση,Διαλογισμός,Αυτοπραγμάτωση,Αυτοανακάλυψη,αυτοεξέταση,Αυτογνωσία,Αυτοπραγμάτωση,αυτοπροβληματισμός,στοχασμός,Εσωστρέφεια

No antonyms found.

self-forgetful => αυτοθυσιαστικός, self-flagellation => αυτομαστίγωση, self-fertilized => αυτογονιμοποιημένος, self-fertilization => αυτογονιμοποίηση, self-fertilised => αυτογονιμοποιημένος,