Greek Meaning of deemed

θεωρείται

Other Greek words related to θεωρείται

Definitions and Meaning of deemed in English

Webster

deemed (imp. & p. p.)

of Deem

FAQs About the word deemed

θεωρείται

of Deem

πίστευε,θεωρούμενος,Τσόχα,απεικονιζόμενο,μαντεμένο,φανταστικός,υποτίθεται,σκέψη,συλληφθεί,πραγματοποιήθηκε

αμφέβαλε,αμφισβητήθηκε,απορριπτόμενος,ύποπτος,εκτεθειμένος,Αναξιόπιστος,αμφέβαλλε,απίστευτος

deem => θεωρώ, deedy => ικανός, deeds => πράξεις, deedless => αργός, deedful => εργατικός,