Greek Meaning of deedless
αργός
Other Greek words related to αργός
Nearest Words of deedless
Definitions and Meaning of deedless in English
deedless (a.)
Not performing, or not having performed, deeds or exploits; inactive.
FAQs About the word deedless
αργός
Not performing, or not having performed, deeds or exploits; inactive.
κατόρθωμα,επίτευγμα,επίτευγμα,πραξικόπημα,εκμεταλλεύομαι,αριθμός,απόδοση,ακροβατικό,επιτυχία,τουρνέ ντε φόρς
απαλλοτριώνω
deedful => εργατικός, deedbox => κουτί συμβολαίων, deed poll => επίσημο έγγραφο, deed over => μεταβίβαση, deed of trust => Πράξη εμπιστοσύνης,