FAQs About the word deedless

αργός

Not performing, or not having performed, deeds or exploits; inactive.

κατόρθωμα,επίτευγμα,επίτευγμα,πραξικόπημα,εκμεταλλεύομαι,αριθμός,απόδοση,ακροβατικό,επιτυχία,τουρνέ ντε φόρς

απαλλοτριώνω

deedful => εργατικός, deedbox => κουτί συμβολαίων, deed poll => επίσημο έγγραφο, deed over => μεταβίβαση, deed of trust => Πράξη εμπιστοσύνης,