FAQs About the word relied

βασίστηκε

of Rely

μετρημένο,εξαρτώμενος,υπολογισμένος,προσκλήθηκε,στημένος,κοίταξε,στεκόταν,υπολόγιζε,προσκληθεί,αφοσιωμένος

αμφισβητήθηκε,ύποπτος,Αναξιόπιστος,αμφέβαλλε

reliction => εγκατάλειψη, relicted => εγκαταλειμμένο, relict => λείψανο, relicly => λείψανο, relic => λείψανο,