Greek Meaning of touching (on or upon)

συγκινητικός

Other Greek words related to συγκινητικός

Definitions and Meaning of touching (on or upon) in English

touching (on or upon)

No definition found for this word.

FAQs About the word touching (on or upon)

συγκινητικός

επικαλούμενος,ενδεικτική,αναφέρων,παρατηρώντας,σημειώνοντας,αναφέροντας,αναφερόμενος στο,καθορισμός,αναφέροντας σε,υπαινικτικός (για)

αγνοώντας,λήθη,αγνοώντας,παραμελώ,θέα,διερχόμενος,προσπέραση,υποτιμητικό

touches up => βελτιώνει, touches (on or upon) => αγγίζει (σε ή επί), touches => αγγίζει, touched up => τροποποιημένο, touched off => πυροδότησε,