Greek Meaning of pertained (to)

σχετικά με

Other Greek words related to σχετικά με

Definitions and Meaning of pertained (to) in English

pertained (to)

No definition found for this word.

FAQs About the word pertained (to)

σχετικά με

ανήσυχος,καλυμμένος,ανέλαβε (με),έπρεπε να κάνει με,συμπεριλαμβανομένης,παρουσιάζεται,αναφέρεται (σε),επισημαίνεται (σε),Υπονοώ (σε),ανήκε (σε)

Εξαιρούμενος,παραλειπόμενο,παρέλειψε,βούρτσισε (στο πλάι ή μακριά),ξέχασα,παραμελημένος,παραβλεπόμενος,απορριπτόμενος,(slurred (over),ξεπερασμένος

pertain (to) => αφορά, persuasions => πειθοποιήσεις, persuades => πείθει, perspicacities => οξυδέρκειες, perspectives => Προοπτικές,