Greek Meaning of outguessing

Μαντεύω

Other Greek words related to Μαντεύω

Definitions and Meaning of outguessing in English

outguessing

to anticipate the expectations, intentions, or actions of, to correctly foresee the plans, actions, or activities of

FAQs About the word outguessing

Μαντεύω

to anticipate the expectations, intentions, or actions of, to correctly foresee the plans, actions, or activities of

Υπερκεράζοντας την αλεπού,υπερκεράζω,υπερτερώ σε εξυπνάδα,Πανουργία,ξεγελώ,μαντεύω,ματαιώνοντας,απορίας άξιο,αντίσταση,παρακάμπτοντας

No antonyms found.

outguessed => δεν μάντεψε, outgrowths => Εκβλαστήσεις, out-front => μπροστά, outfoxing => Υπερκεράζοντας την αλεπού, outfoxed => Υπερτερείν σε πανουργία,