Greek Meaning of psyching (up)

ψυχικός (ενθάρρυνση)

Other Greek words related to ψυχικός (ενθάρρυνση)

Definitions and Meaning of psyching (up) in English

psyching (up)

No definition found for this word.

FAQs About the word psyching (up)

ψυχικός (ενθάρρυνση)

ενθαρρυντικός,ενδυναμωτικός,επευφημία (πάνω),πήχυσ,εκνευριστικός,πόζα,στή­ριξη (προς τα πάνω),προετοιμασία,Κλοπή,ενδυνάμωση

αποθαρρυντικός,αποθαρρυντικός,αποθαρρυντικός,ψυχική διέγερση (έξω),Τρέμουλο,εξουθενωτικό,απογοητευτικός,αποθαρρυντικός,μαλάκωμα,κουραστικός

psyching (out) => ψυχική διέγερση (έξω), psyches => ψυχές, psyched (out) => ενθουσιασμένος (έξω), psych (up) => ψυχή (πάνω), psych (out) => ψυχολογικό (έξω),