Greek Meaning of psyching (up)
ψυχικός (ενθάρρυνση)
Other Greek words related to ψυχικός (ενθάρρυνση)
Nearest Words of psyching (up)
- psychobiographies => Ψυχοβιογραφίες
- psychobiography => Ψυχοβιογραφία
- psychodrama => ψυχόδραμα
- psychologic => ψυχολογικός
- psychs (out) => ψυχικός (έξω)
- PT boats => Σκάφη Τορπιλών
- pub crawler => τύπος της παμπ
- public houses => Ταβέρνες
- public schools => Δημόσια σχολεία
- public servants => Δημόσιοι υπάλληλοι
Definitions and Meaning of psyching (up) in English
psyching (up)
No definition found for this word.
FAQs About the word psyching (up)
ψυχικός (ενθάρρυνση)
ενθαρρυντικός,ενδυναμωτικός,επευφημία (πάνω),πήχυσ,εκνευριστικός,πόζα,στήριξη (προς τα πάνω),προετοιμασία,Κλοπή,ενδυνάμωση
αποθαρρυντικός,αποθαρρυντικός,αποθαρρυντικός,ψυχική διέγερση (έξω),Τρέμουλο,εξουθενωτικό,απογοητευτικός,αποθαρρυντικός,μαλάκωμα,κουραστικός
psyching (out) => ψυχική διέγερση (έξω), psyches => ψυχές, psyched (out) => ενθουσιασμένος (έξω), psych (up) => ψυχή (πάνω), psych (out) => ψυχολογικό (έξω),