Greek Meaning of psych (out)
ψυχολογικό (έξω)
Other Greek words related to ψυχολογικό (έξω)
- αποθαρρύνω
- φοβίζω
- εκφοβίζω
- χυμός
- Φοβίζω
- μαλακώνω
- Τρομάζω
- Απορρίματα
- εκφοβίζω
- εξασθενίζω
- Αποθαρρύνω
- Απογοήτευση
- αποθαρρύνω
- εξασθενίζω
- αποδυναμώνω
- ουδέτερος
- προσκυνημένος
- ελαστικό
- ανισορροπία
- εξασθενώ
- Μανία
- απογοήτευω
- αναστατώνω
- ταράζω
- ανησυχία
- ενοχλώ
- φάση
- Μάντεν
- παραλύω
- Διαταράσσω
- αναίρεση
- βγάζω από τις άρρηκτες
- αποαρρενωποιώ
- ανησυχώ
- αναστατώνω
- χαλαρώνω
- αναστατωμένος
- Με τρομάζεις
Nearest Words of psych (out)
- psych (up) => ψυχή (πάνω)
- psyched (out) => ενθουσιασμένος (έξω)
- psyches => ψυχές
- psyching (out) => ψυχική διέγερση (έξω)
- psyching (up) => ψυχικός (ενθάρρυνση)
- psychobiographies => Ψυχοβιογραφίες
- psychobiography => Ψυχοβιογραφία
- psychodrama => ψυχόδραμα
- psychologic => ψυχολογικός
- psychs (out) => ψυχικός (έξω)
Definitions and Meaning of psych (out) in English
psych (out)
an act or an instance of psyching someone out
FAQs About the word psych (out)
ψυχολογικό (έξω)
an act or an instance of psyching someone out
αποθαρρύνω,φοβίζω,εκφοβίζω,χυμός,Φοβίζω,μαλακώνω,Τρομάζω,Απορρίματα,εκφοβίζω,εξασθενίζω
νεύρο,ενισχύω,ενθαρρύνω,οχυρώνω,ενθαρρύνω,ενθαρρύνω
pshaw => φύ, pseuds => ψεύτικοι, pseudonyms => Ψευδώνυμα, p's and q's => p's and q's, pryers => παρακαλούντες,