Greek Meaning of inuring
αποδίδοντας
Other Greek words related to αποδίδοντας
- σκλήρυνση
- ενδυνάμωση
- προσαρμοστικός
- ρύθμιση
- ενίσχυση
- ενθαρρυντικός
- ενδυναμωτικός
- σκληρυντικό
- ενισχύοντας
- καρύκευμα
- Κλοπή
- ενίσχυση
- προσαρμογή
- εγκλιματισμός
- εθισμός
- αναιμικότητα
- ενίσχυση
- διάρρηξη
- ενίσχυση
- κλιματισμός
- επιβολή
- πήχυσ
- συνηθίζοντας
- απανόρθωσα
- τονωτικός
- πολιτογράφηση
- στήριξη (προς τα πάνω)
- ενισχυτικός
- υποστηρίζων
- σκλήρυνση
- εκπαίδευση
- ζωοποιητικό
Nearest Words of inuring
Definitions and Meaning of inuring in English
inuring (p. pr. & vb. n.)
of Inure
FAQs About the word inuring
αποδίδοντας
of Inure
σκλήρυνση,ενδυνάμωση,προσαρμοστικός,ρύθμιση,ενίσχυση,ενθαρρυντικός,ενδυναμωτικός,σκληρυντικό,ενισχύοντας,καρύκευμα
αναπηρικός,εξαντλητικός,υπονομεύω,μαλάκωμα,εξασθένιση,εξουθενωτικό,ευνουχιστικός,εξαντλητικό,αποδυναμωτικό,ανικανό να εκτελέσει
inurement => επωφέληση, inured => συνηθισμένος, inure => συνηθίζω, inurbanity => απολίτιστο, inurbane => άξεστος,