Greek Meaning of accustoming

εθισμός

Other Greek words related to εθισμός

Definitions and Meaning of accustoming in English

Webster

accustoming (p. pr. & vb. n.)

of Accustom

FAQs About the word accustoming

εθισμός

of Accustom

εκπαίδευση,εξοικείωση,εισαγωγή,προσανατολιστικός,Γνωριμία,εκθέτω,Ενημέρωση,έναρξη,Προσανατολιστικός,συμβουλεύοντας

No antonyms found.

accustomedness => συνήθεια, accustomed to => συνηθισμένος σε, accustomed => συνηθισμένος, accustomary => συνηθισμένος, accustomarily => συνήθως,