Greek Meaning of accustomedness

συνήθεια

Other Greek words related to συνήθεια

Definitions and Meaning of accustomedness in English

Webster

accustomedness (n.)

Habituation.

FAQs About the word accustomedness

συνήθεια

Habituation.

χρησιμοποιημένο,δεδομένος,συνήθης,επιρρεπής,δεν θα,κατάλληλος,έμπειρος,σκληρυμένο,εθισμένος,επικλινής

ασυνήθιστος,απίθανο,αχρησιμοποίητος,ασυνήθιστος,αποστροφή,απρόθυμος,άπειρος,νέος,αντίθετο,ακατάλληλος

accustomed to => συνηθισμένος σε, accustomed => συνηθισμένος, accustomary => συνηθισμένος, accustomarily => συνήθως, accustomance => συνήθεια,