Greek Meaning of instructing

διδάσκοντας

Other Greek words related to διδάσκοντας

Definitions and Meaning of instructing in English

Webster

instructing (p. pr. & vb. n.)

of Instruct

FAQs About the word instructing

διδάσκοντας

of Instruct

εκπαίδευση,διδασκαλία,Καθοδήγηση,διδασκαλία δογμάτων,φοίτηση,εκπαίδευση,Ιδιαίτερα μαθήματα,ενημέρωση,κατηχώ,κοουτσινγκ

Παραπλανητικό,Παραπλανητικός

instructible => Διδάξιμος, instructer => Εκπαιδευτής, instructed => εκπαιδευμένος, instruct => διδάσκω, instroke => έλξη,