Greek Meaning of instore

Στο κατάστημα

Other Greek words related to Στο κατάστημα

Definitions and Meaning of instore in English

Webster

instore (v. t.)

To store up; to inclose; to contain.

FAQs About the word instore

Στο κατάστημα

To store up; to inclose; to contain.

κρυφή μνήμη,συλλογή,θησαυρός,εφεδρεία,προμήθεια,τράπεζα,κατάθεση,συσσώρευση,Οπλοστάσιο,οπλοστάσιο

άσσος,Άτομο,bit,νταμπ,τελεία,δράμι,σταγόνα,θραύσμα,λάμψη,δημητριακά

instop => ίνστοπ, institutor => Ιδρυτής, institutively => ενστικτωδώς, institutive => ιδρυτικός, institutist => Ιδρυματιστής,