Greek Meaning of swimming
κολύμβηση
Other Greek words related to κολύμβηση
Nearest Words of swimming
- swimming bath => πισίνα
- swimming cap => Σκουφάκι κολύμβησης
- swimming costume => Μαγιό
- swimming crab => Κολυμβητικό καβούρι
- swimming event => Κολυμβητικό γεγονός
- swimming hole => Λιμνούλα κολύμβησης
- swimming kick => Κλωτσιά κολύμβησης
- swimming meet => κολυμβητικός αγώνας
- swimming pool => πισίνα
- swimming stroke => κολυμβητική κίνηση
Definitions and Meaning of swimming in English
swimming (n)
the act of swimming
swimming (s)
filled or brimming with tears
applied to a fish depicted horizontally
FAQs About the word swimming
κολύμβηση
the act of swimming, filled or brimming with tears, applied to a fish depicted horizontally
γνέσιμο,στροβιλιζόμενο,στροφή,στροβιλιζόμενος,ζαλισμένος
συλλογή,καταπραϋντικός,κατακάθιση,σταθεροποίηση
swimmer's itch => Κνησμός του κολυμβητή, swimmeret => πλευρά, swimmer => Κολυμβητής, swim meet => κολυμβητικοί αγώνες, swim bladder => Κολυμβητική κύστη,