FAQs About the word swimming

κολύμβηση

the act of swimming, filled or brimming with tears, applied to a fish depicted horizontally

γνέσιμο,στροβιλιζόμενο,στροφή,στροβιλιζόμενος,ζαλισμένος

συλλογή,καταπραϋντικός,κατακάθιση,σταθεροποίηση

swimmer's itch => Κνησμός του κολυμβητή, swimmeret => πλευρά, swimmer => Κολυμβητής, swim meet => κολυμβητικοί αγώνες, swim bladder => Κολυμβητική κύστη,