Greek Meaning of gnawing (at)
τρωκτικός (σε)
Other Greek words related to τρωκτικός (σε)
- επιδεινούμενος
- αναστάτωση
- ενοχλητικό
- ενοχλητικός
- εκνευριστικός
- σίτα
- παρενόχληση
- παρενόχληση
- ενοχλητικός
- ερεθιστικός
- ερεθιστικός
- κνίδωση
- Πονεμένος
- παρενόχληση
- ωθώντας
- εκνευριστικό
- φτύνω
- ενοχλητικός
- απαιτητικός
- απαιτητικός
- Ενοχλητικός
- ενοχλητικός
- ενοχλητικός
- επείγον
- πιεστικός
- stretching
- φορολόγηση
- δοκιμές
- Προσπαθώντας
Nearest Words of gnawing (at)
- gnawing (at or on) => τρωκτικό (σε ή επί)
- gnawers => τρωκτικά
- gnawed (on) => ροκανισμένο (σε)
- gnawed (at) => τρωγόμουν (κάτι)
- gnawed (at or on) => Ροκανίζω (σε ή πάνω)
- gnaw (on) => Τρώω (κάτι)
- gnaw (at) => γρυλίζω (για)
- gnaw (at or on) => ροκανίζω
- gnashes => τρίζει τα δόντια
- gluttons => οι καλοφαγάδες
Definitions and Meaning of gnawing (at) in English
gnawing (at)
to be a source of worry or concern to (someone)
FAQs About the word gnawing (at)
τρωκτικός (σε)
to be a source of worry or concern to (someone)
επιδεινούμενος,αναστάτωση,ενοχλητικό,ενοχλητικός,εκνευριστικός,σίτα,παρενόχληση,παρενόχληση,ενοχλητικός,ερεθιστικός
No antonyms found.
gnawing (at or on) => τρωκτικό (σε ή επί), gnawers => τρωκτικά, gnawed (on) => ροκανισμένο (σε), gnawed (at) => τρωγόμουν (κάτι), gnawed (at or on) => Ροκανίζω (σε ή πάνω),