FAQs About the word canoeing

κανό

of Canoe, The act or art of using a canoe.

Καγιάκ,κωπηλασία,κοντάρισμα,κωπηλασία,Κωπηλασία,κωπηλασία,κλοτσιά

No antonyms found.

canoed => με κανό, canoe cedar => Κέδρος κανό, canoe birch => Σημύδα, canoe => κανό, canny => πονηρός,