FAQs About the word yachting

ιστιοπλοΐα

water travel for pleasureSailing for pleasure in a yacht.

ιστιοπλοΐα,κανό,Καγιάκ,Ιστιοπλοΐα,ακτοπλοΐα,κρουαζιέρα,πορθμός,αποστολή (εκτός),πλοηγούμενος,ταξιδεύοντας

No antonyms found.

yachter => ιστιοπλόος, yacht race => ιστιοπλοϊκός αγώνας, yacht club => όμιλος ιστιοπλοΐας, yacht chair => Καρέκλα σκάφους, yacht => Γιοτ,