FAQs About the word shipping (out)

αποστολή (εκτός)

to leave one place and go to another for military duties

Ιστιοπλοΐα,Επιβίβαση,ιστιοπλοΐα,κρουαζιέρα,πορθμός,Ιστιοπλοΐα,πλοηγούμενος,ταξιδεύοντας,κανό,ακτοπλοΐα

No antonyms found.

shipped (out) => Αποστολή (στο εξωτερικό), shippable => αποστολής, shipments => αποστολές, shipmates => ναυτικοί, shiploads => φορτία πλοίων,