FAQs About the word shirkers

shirkers

avoid, evade, to get out of doing especially what one ought to do, avoid sense 3, evade, to evade the performance of an obligation, to go stealthily

οι αργοπορημένοι,οi τεμπέληδες,Γυμνοσάλιαγκες,τεμπέληδες,τσακιστήδες,τεμπέλης,αλήτες

δράστες,γυμνά καλώδια,εργοστάσια παραγωγής ενέργειας,Τσαρλατάνοι,Ενεργοί,κολίμπροι,Αυτοκινητήρες

shipyards => ναυπηγεία, shipwrecks => ναυάγια, ships => πλοία, shipping (out) => αποστολή (εκτός), shipped (out) => Αποστολή (στο εξωτερικό),