Greek Meaning of smearing

συκοφαντία

Other Greek words related to συκοφαντία

Definitions and Meaning of smearing in English

Webster

smearing (p. pr. & vb. n.)

of Smear

FAQs About the word smearing

συκοφαντία

of Smear

δυσφήμηση,δυσφήμηση,συκοφαντία,δυσφήμηση,δυσφήμιση,Κακοποίηση,μαύρισμα,Συκοφαντία,μομφή,συκοφαντία

εκδήλωση θαυμασμού,χειροκροτήματα,επαίνους,Έπαινος,σεβασμός,τιμή,εκτίμηση,κολακεία,τιμή,Λατρεία

smeared => λερωμένος, smearcase => επίχρισμα, smear word => Δυσφήμιση, smear test => Τεστ ΠΑΠ, smear dab => αλείφω αλείφω,