Greek Meaning of bleep
μπιπ
Other Greek words related to μπιπ
- κουκκίδα
- σβήνω
- λογοκριτής
- κλιπ
- διαγράψω
- κόβω
- εξαλείφω
- σβήνω
- φόρος κατανάλωσης
- διαγράφω
- εξαλείφω
- αφαιρώ
- strike (out)
- σβήνω
- συντομογραφία
- λογοκρίνω
- ακυρώνω
- καθαρίζω (πάνω)
- σοδειά
- Διαγραφή
- επεξεργασία (έξω)
- σβήνω
- εξαγνίζω
- ξέπλυμα χρήματος
- κόκκινο μολύβι
- συντάσσω
- (εκρίζω)
- σβήνω
- βραχύνω
- σιωπή
- Διαγράφω
- Διακοπή ρεύματος
- μπλε μολύβι
- σβήνω
- ελλείπω
- καταπιέζω
- καταπιέζω
- (x (έξω))
Nearest Words of bleep
Definitions and Meaning of bleep in English
bleep (n)
a short high tone produced as a signal or warning
bleep (v)
emit a single short high-pitched signal
FAQs About the word bleep
μπιπ
a short high tone produced as a signal or warning, emit a single short high-pitched signal
κουκκίδα,σβήνω,λογοκριτής,κλιπ,διαγράψω,κόβω,εξαλείφω,σβήνω,φόρος κατανάλωσης,διαγράφω
stet
bleeding tooth => Αιμορραγία από το δόντι, bleeding heart => αιματώδης καρδία, bleeding => αιμορραγία, bleeder's disease => Αιμορροφιλία, bleeder => βαλβίδα εξαέρωσης,