Greek Meaning of achy
πονεμένος
Other Greek words related to πονεμένος
Nearest Words of achy
Definitions and Meaning of achy in English
achy (s)
causing a dull and steady pain
FAQs About the word achy
πονεμένος
causing a dull and steady pain
επώδυνος,πονώντας,οδυνηρός,πονεμένος,επιζήμιος,βρώμικο,πρησμένος,οδυνηρός,βασανιστικός,αιμορραγία
επούλωση,βοηθητικός,οκνηρός,ανώδυνος,διορθωτικός,θεραπευτικός
achroous => άχρωμος, achronic => Αχρονικό, achromycin => αχρομυκίνη, achromous => αχρωμικός, achromic => αχρωματικός,