FAQs About the word few

λίγοι

a small elite group, a quantifier that can be used with count nouns and is often preceded by `a'; a small but indefinite numberNot many; small, limited, or conf

περιορισμένος,Αριθμήσιμος

πολλά,πολλαπλές,πολυάριθμοι,αναρίθμητοι,αναρίθμητα,Λεγεώνα,πολυπλέκτης,αναρίθμητος,αμέτρητος,διάφορα

fevery => πυρετικός, feverwort => Πυρεθράκι, feverroot => Feverroot, feverously => πυρετωδώς, feverous => πυρετώδης,