Greek Meaning of multifold

πολλαπλός

Other Greek words related to πολλαπλός

Definitions and Meaning of multifold in English

Webster

multifold (a.)

Many times doubled; manifold; numerous.

FAQs About the word multifold

πολλαπλός

Many times doubled; manifold; numerous.

πολλά,πολλαπλές,πολυάριθμοι,όλα τα είδη,αναρίθμητοι,Λεγεώνα,πολυπλέκτης,αναρίθμητος,αρκετοί,διάφορα

λίγοι,περιορισμένος,Αριθμήσιμος

multifoil => πολυλοβος, multifocal lens implant => Πολυεστιακός φακός ενδοφακού, multifocal iol => Πολυεστιακοί φακοί ενδοφακών, multiflue => πολυσωλήνιος, multiflora rose => Rosa multiflora,