Greek Meaning of multijugate
πολύζυγο
Other Greek words related to πολύζυγο
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of multijugate
- multigraph => Πολυγράφημα
- multigranulate => πολυκοκκικός
- multigenerous => πολυγενεακό
- multiformous => ποικιλόμορφος
- multiformity => πολυμορφία
- multiform => πολυμερής
- multifold => πολλαπλός
- multifoil => πολυλοβος
- multifocal lens implant => Πολυεστιακός φακός ενδοφακού
- multifocal iol => Πολυεστιακοί φακοί ενδοφακών
Definitions and Meaning of multijugate in English
multijugate (a.)
Having many pairs of leaflets.
FAQs About the word multijugate
πολύζυγο
Having many pairs of leaflets.
No synonyms found.
No antonyms found.
multigraph => Πολυγράφημα, multigranulate => πολυκοκκικός, multigenerous => πολυγενεακό, multiformous => ποικιλόμορφος, multiformity => πολυμορφία,