Greek Meaning of tiredly

κουρασμένα

Other Greek words related to κουρασμένα

Definitions and Meaning of tiredly in English

Wordnet

tiredly (r)

in a weary manner

FAQs About the word tiredly

κουρασμένα

in a weary manner

τυχαία,Χλιαρά,αμέριμνα,νωχελικά,τεμπέλα,αδιάφορα,αργά,άσχετα,αδιάφορα,νωχελικά

ενεργά,επίπονα,επιμελώς,γρήγορα,αδιάκοπα,αποφασιστικά,επιμελώς,επίμονα,ενεργητικά,σκληρός

tired of => κουρασμένος με κπ/κτ, tired => κουρασμένος, tire tool => εργαλείο για ελαστικά, tire out => Κουράζω, tire iron => ζαντολάστιχο,