Greek Meaning of tiresomeness
Κούραση
Other Greek words related to Κούραση
Nearest Words of tiresomeness
Definitions and Meaning of tiresomeness in English
tiresomeness (n)
dullness owing to length or slowness
FAQs About the word tiresomeness
Κούραση
dullness owing to length or slowness
πλήξη,μονοτονία,ανία,Ανία,ανία,ανησυχία,ανία,Ανία,ομοιομορφία,κούραση
ποικιλομορφία,Ενδιαφέρον,Πολλαπλότητα,μεταβλητότητα,παραλλαγή,ποικιλία,απορρόφηση,αρραβώνας,Ανυπομονησία,γοητεία
tiresomely => κουραστικά, tiresome => κουραστικός, tiresias => Τειρεσίας, tireling => κουρασμένος, tirelessness => ανεξάντλητη,