Greek Meaning of indolently

αμέριμνα

Other Greek words related to αμέριμνα

Definitions and Meaning of indolently in English

Wordnet

indolently (r)

in an indolent manner

Webster

indolently (adv.)

In an indolent manner.

FAQs About the word indolently

αμέριμνα

in an indolent mannerIn an indolent manner.

τυχαία,άσχετα,Χλιαρά,νωχελικά,τεμπέλα,αδιάφορα,αργά,κουρασμένα,αδιάφορα,νωχελικά

ενεργά,επίπονα,επιμελώς,γρήγορα,αδιάκοπα,αποφασιστικά,επιμελώς,επίμονα,ενεργητικά,σκληρός

indolent => οκνηρός, indolency => αδράνεια, indolence => οκνηρία, indolebutyric acid => ινδολοβουτυρικό οξύ, indoleacetic acid => ινδόλιο-3-οξικό οξύ,