FAQs About the word indomitability

Αδάμαστος

the property being difficult or impossible to defeat

αδιαπερατότητα,ακαταμάχητος,Ανοσία,ακαταμάχητο,ακαταμάχητος

αδυναμία,ευαισθησία,Ευαλωτότητα,αδυναμία,ανυπεράσπιστοι,παθητικότητα,ανικανότητα,παθητικότητα

indomable => αδάμαστος, indolin => Ινδολίνη, indoles => Ινδόλες, indolently => αμέριμνα, indolent => οκνηρός,