Greek Meaning of passivity
παθητικότητα
Other Greek words related to παθητικότητα
- επιθετικότητα
- αλαζονεία
- διεκδικητικότητα
- υπόθεση
- στάση
- τόλμη
- θρασύτητα
- εγωισμός
- Εγωισμός
- εγωισμός
- Αλαζονεία
- ύψος
- οργή
- αυταρχικότητα
- εξύψωση
- μεγαλείο
- υπερβολική αυτοπεποίθηση
- αυταρχικότητα
- αλαζονεία
- αλαζονεία
- αυθάδεια
- Πρόφαση
- Πρόφαση
- αξίωση
- προσποίηση
- υπερηφάνια
- υπερηφάνεια
- υπεροψία
- Υπεροχή
- θράσος
- καύχηση
- θράσος
- θράσος
- θράσος
- Αλαζονεία
- αυτοπεποίθηση
- Περιφρόνηση
- θρασύτητα
- θράσος
- Θράσος
- Θράσσος
- νεύρο
- θράσος
- περιφρόνηση
- εγωκεντρισμός
- εφησυχασμός
- εγωισμός
- Αυτοπεποίθηση
- αυτοπεποίθηση
- αυτοϊκανοποίηση
- αλαζονεία
- θόρυβος
- θρασύτητα
- ματαιοδοξία
- αυτοεπιβεβαίωση
- αλαζονεία
- επίδειξη
- Επίδειξη
- Επίδειξη
- αυτοέπαινος
- εγωισμός
- Επίδειξη
- θωρακισμός
- Αυτοαξίωση
- ματαιοδοξία
Nearest Words of passivity
- passivism => παθητικότητα
- passiveness => παθητικότητα
- passively => παθητικά
- passive voice => Παθητική φωνή
- passive trust => Παθητική εμπιστοσύνη
- passive transport => Παθητική μεταφορά
- passive source => Παθητική πηγή
- passive resister => παθητικός αντιστάτης
- passive resistance => Παθητική αντίσταση
- passive matrix display => Οθόνη παθητικής μήτρας
Definitions and Meaning of passivity in English
passivity (n)
the trait of remaining inactive; a lack of initiative
submission to others or to outside influences
passivity (n.)
Passiveness; -- opposed to activity.
The tendency of a body to remain in a given state, either of motion or rest, till disturbed by another body; inertia.
The quality or condition of any substance which has no inclination to chemical activity; inactivity.
FAQs About the word passivity
παθητικότητα
the trait of remaining inactive; a lack of initiative, submission to others or to outside influencesPassiveness; -- opposed to activity., The tendency of a body
αποδοχή,συμμόρφωση,σεβασμός,Ταπεινότητα,πράοτης,υποβολή,υποτακτικότητα,αφέλεια,Σωφροσύνη,ειλικρίνεια
επιθετικότητα,αλαζονεία,διεκδικητικότητα,υπόθεση,στάση,τόλμη,θρασύτητα,εγωισμός,Εγωισμός,εγωισμός
passivism => παθητικότητα, passiveness => παθητικότητα, passively => παθητικά, passive voice => Παθητική φωνή, passive trust => Παθητική εμπιστοσύνη,