Greek Meaning of passkey
κωδικός πρόσβασης
Other Greek words related to κωδικός πρόσβασης
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of passkey
- passivity => παθητικότητα
- passivism => παθητικότητα
- passiveness => παθητικότητα
- passively => παθητικά
- passive voice => Παθητική φωνή
- passive trust => Παθητική εμπιστοσύνη
- passive transport => Παθητική μεταφορά
- passive source => Παθητική πηγή
- passive resister => παθητικός αντιστάτης
- passive resistance => Παθητική αντίσταση
Definitions and Meaning of passkey in English
passkey (n)
key that secures entrance everywhere
FAQs About the word passkey
κωδικός πρόσβασης
key that secures entrance everywhere
No synonyms found.
No antonyms found.
passivity => παθητικότητα, passivism => παθητικότητα, passiveness => παθητικότητα, passively => παθητικά, passive voice => Παθητική φωνή,