Greek Meaning of pride
υπερηφάνια
Other Greek words related to υπερηφάνια
Nearest Words of pride
- pricy => ακριβό
- prickteaser => ερεθιστικός
- prickly-seeded spinach => Ακανθώδης σπανάκι σπόρων
- prickly-leaved => ακανθώδες φύλλωμα
- prickly-leafed => Ακανθώδες φύλλο
- prickly-edged leaf => Φύλλο με ακανθώδεις άκρες
- prickly shield fern => Ακανθώδες ασπιδόπτερι
- prickly poppy => Ακανθώδης παπαρούνα
- prickly pine => Κωνοφόρο δέντρο
- prickly pear cactus => φραγκοσυκιά
- pride of barbados => η υπερηφάνεια των Μπαρμπέιντος
- pride of bolivia => υπερηφάνεια της Βολιβίας
- pride of california => υπερηφάνεια της Καλιφόρνιας
- pride of place => τιμητική θέση
- pride oneself => Είμαι περήφανος για τον εαυτό μου
- prideful => υπερήφανος
- pridefulness => υπερηφάνεια
- pride-of-india => υπερηφάνεια της Ινδίας
- prie-dieu => αναλόγιο
- priest => παπάς
Definitions and Meaning of pride in English
pride (n)
a feeling of self-respect and personal worth
satisfaction with your (or another's) achievements
the trait of being spurred on by a dislike of falling below your standards
a group of lions
unreasonable and inordinate self-esteem (personified as one of the deadly sins)
pride (v)
be proud of
FAQs About the word pride
υπερηφάνια
a feeling of self-respect and personal worth, satisfaction with your (or another's) achievements, the trait of being spurred on by a dislike of falling below yo
εμπιστοσύνη,Εγώ,υπερηφάνεια,Αυτοσεβασμός,διαβεβαίωση,αξιοπρέπεια,κύρος,αυτοπεποίθηση,αυτοπεποίθηση,Αυτοεκτίμηση
δυσφήμηση,ατίμωση,ντροπή,κακή φήμη,Εξευτελισμός,Ταπεινότητα,Ατιμία,ατιμία,όνειδος,ντροπή
pricy => ακριβό, prickteaser => ερεθιστικός, prickly-seeded spinach => Ακανθώδης σπανάκι σπόρων, prickly-leaved => ακανθώδες φύλλωμα, prickly-leafed => Ακανθώδες φύλλο,