Greek Meaning of self-pride
αυτοπεποίθηση
Other Greek words related to αυτοπεποίθηση
Nearest Words of self-pride
- self-preservation => Αυτοσυντήρηση
- self-praise => αυτοέπαινος
- self-possession => ψυχραιμία
- self-possessed => ψύχραιμος
- self-positing => αυτοθέτηση
- self-posited => αυτο-θεμελιωμένο
- self-portrait => Αυτοπροσωπογραφία
- self-pollination => Αυτοεπικονίαση
- self-pollinating => αυτογονιμοποιούμενο
- self-pollinated => Αυτόγαμος
- self-proclaimed => αυτοανακηρυγμένος
- self-produced => αυτοπαραγόμενο
- self-propagating => αυτοπροπαγανδιστικός
- self-propelled => αυτοκινητούμενο
- self-propelled vehicle => μηχανοκίνητο όχημα
- self-propelling => Αυτοκινούμενο
- self-protection => Αυτοπροστασία
- self-punishment => αυτοτιμωρία
- self-raising flour => Αλεύρι που φουσκώνει μόνο του
- self-realisation => Αυτοπραγμάτωση
Definitions and Meaning of self-pride in English
self-pride (n)
a feeling of pride in yourself
FAQs About the word self-pride
αυτοπεποίθηση
a feeling of pride in yourself
ψυχραιμία,διαβεβαίωση,εμπιστοσύνη,Εγώ,υπερηφάνια,αυτοπεποίθηση,Αυτοπεποίθηση,αυτοπεποίθηση,Αυτοσεβασμός,Αυτοπεποίθηση
δυσφήμηση,περιφρόνηση,ατίμωση,ντροπή,κακή φήμη,Εξευτελισμός,Ταπεινότητα,Ατιμία,ατιμία,σεμνότητα
self-preservation => Αυτοσυντήρηση, self-praise => αυτοέπαινος, self-possession => ψυχραιμία, self-possessed => ψύχραιμος, self-positing => αυτοθέτηση,