Greek Meaning of self-worth
αυτοεκτίμηση
Other Greek words related to αυτοεκτίμηση
Nearest Words of self-worth
Definitions and Meaning of self-worth in English
self-worth (n)
the quality of being worthy of esteem or respect
FAQs About the word self-worth
αυτοεκτίμηση
the quality of being worthy of esteem or respect
εμπιστοσύνη,αξιοπρέπεια,υπερηφάνια,υπερηφάνεια,αυτοπεποίθηση,ψυχραιμία,διαβεβαίωση,Εγώ,τιμή,κύρος
δυσπιστία,ντροπή,Εξευτελισμός,Ταπεινότητα,πράοτης,ντροπή,δειλία,Δειλία,δυσφήμηση,περιφρόνηση
self-worship => Αυτολατρεία, self-winding => αυτόματης αναδίπλωσης, self-willedness => Αυτοβουλία, self-willed => αυθάδης, self-will => Αυτοθέληση,