Greek Meaning of self-will
Αυτοθέληση
Other Greek words related to Αυτοθέληση
- πεισματικότητα
- Αποφασιστικότητα
- επιμονή
- αδιαλλαξία
- πείσμα
- Επιμονή
- επιμονή
- επιμονή
- επιμονή
- Πεισματικότητα
- αποφασίζω
- Εμμονή
- αυθαιρεσία
- αδιαλλαξία
- πρόκληση
- αμείλικτη συμπεριφορά
- Ακαμψία
- κακοήθεια
- πεισματικότητα
- επιμονή
- διαστροφή
- διαστροφή
- ανταρσία
- στενόμυαλοτητα
- σταθερότητα
- αυστηρότητα
- επιμονή, εμμονή
- πείσμα
- πεισματικότητα
- Ύβρις
- γνώμη
- επιμονή
- Εγωισμός
- παραξενιά
- πείσμα
- αντίθεση
- ανυπακοή
- πεισματικότητα
- ανυπακοή
- Στερεότητα
- σκληρότητα
- Ακινησία
- ακινησία
- αναπόφευκτο
- Απείθεια
- δυσκολία
- στενοκεφαλιά
- απειθαρχία
- δυσπραγία, αντίσταση
- ανθυγία
- αλύπητη επιμονή
- ακαμψία
- ακαμψία
- Αυστηρότητα
- αυστηρότητα
- αυστηρότητα
- επιμονή
- αναρχία
- εμμονή
- αιμοδιψία
- κακομοιριά
- κακοτροπία
- επιμονή
Nearest Words of self-will
Definitions and Meaning of self-will in English
self-will (n)
resolute adherence to your own ideas or desires
the trait of resolutely controlling your own behavior
self-will (n.)
One's own will, esp. when opposed to that of others; obstinacy.
FAQs About the word self-will
Αυτοθέληση
resolute adherence to your own ideas or desires, the trait of resolutely controlling your own behaviorOne's own will, esp. when opposed to that of others; obsti
πεισματικότητα,Αποφασιστικότητα,επιμονή,αδιαλλαξία,πείσμα,Επιμονή,επιμονή,επιμονή,επιμονή,Πεισματικότητα
αποδοχή,αποδοχή,συμμόρφωση,υπακοή,ευελιξία,υπακοή,ευκαμψία,Ευκαμψία,λογικότητα,δεκτικότητα
self-whispered => αυτοψιθυρισμένο, self-view => αυτοαντίληψη, self-uned => self-uned, self-trust => Αυτοπεποίθηση, self-torture => Αυτοτιμωρία,