Greek Meaning of refractoriness
ανθυγία
Other Greek words related to ανθυγία
- πρόκληση
- ανυπακοή
- Απείθεια
- εξέγερση
- ανταρσία
- απειθαρχία
- αυθαιρεσία
- μπόζο
- Πολιτική ανυπακοή
- αντίθεση
- ανυπακοή
- Ασεβεια
- δυσκολία
- θόρυβος
- αγένεια
- Εμμονή
- αναρχία
- κακοτροπία
- παραξενιά
- επιμονή
- θράσος
- Αγενεια
- Θράσος
- απροσεξία
- απρονοησία
- Θράσσος
- σκανταλιά
- πεισματικότητα
- σκανταλιά
- πείσμα
- Επιμονή
- ευερεθιστότητα
- επιμονή
- διαστροφή
- Πεισματικότητα
- Αυτοθέληση
- επιμονή
- επιμονή, εμμονή
- αγνωμοσύνη
- αγένεια
- πείσμα
- Μη συνεργασία
- πεισματικότητα
- Ύβρις
- επιμονή
Nearest Words of refractoriness
- refractorily => προκλητικά
- refractor => διοπτρικό τηλεσκόπιο
- refractometer => Διαθλασίμετρο
- refractivity => Δείκτης διάθλασης
- refractiveness => διάθλαση
- refractive index => Δείκτης διάθλασης
- refractive => διαθλαστικό
- refraction => Διάθλαση
- refracting telescope => Διοπτρικό τηλεσκόπιο
- refracting => διαθλαστικό
- refractory => πυρίμαχος
- refractory anaemia => Αναιμία ανθεκτική στη θεραπεία
- refractory anemia => Αναιμία ανθεκτική στη θεραπεία
- refractory period => Αντανακλαστική περίοδος
- refractory pot => Ανθεκτικό δοχείο
- refractory-lined => ανθεκτικό στην υψηλή θερμοκρασία
- refracture => πάταξη εκ νέου
- refragable => εύθραυστος
- refragate => τρίβω
- refrain => ρεφρέν
Definitions and Meaning of refractoriness in English
refractoriness (n)
the trait of being unmanageable
refractoriness (n.)
The quality or condition of being refractory.
FAQs About the word refractoriness
ανθυγία
the trait of being unmanageableThe quality or condition of being refractory.
πρόκληση,ανυπακοή,Απείθεια,εξέγερση,ανταρσία,απειθαρχία,αυθαιρεσία,μπόζο,Πολιτική ανυπακοή,αντίθεση
ευγένεια,ευκολία ,φιλικότητα,συμμόρφωση,υπακοή,υποβολή,υπαγωγή,προσαρμοστικότητα,σεβασμός,υπακοή
refractorily => προκλητικά, refractor => διοπτρικό τηλεσκόπιο, refractometer => Διαθλασίμετρο, refractivity => Δείκτης διάθλασης, refractiveness => διάθλαση,