Greek Meaning of refractoriness

ανθυγία

Other Greek words related to ανθυγία

Definitions and Meaning of refractoriness in English

Wordnet

refractoriness (n)

the trait of being unmanageable

Webster

refractoriness (n.)

The quality or condition of being refractory.

FAQs About the word refractoriness

ανθυγία

the trait of being unmanageableThe quality or condition of being refractory.

πρόκληση,ανυπακοή,Απείθεια,εξέγερση,ανταρσία,απειθαρχία,αυθαιρεσία,μπόζο,Πολιτική ανυπακοή,αντίθεση

ευγένεια,ευκολία ,φιλικότητα,συμμόρφωση,υπακοή,υποβολή,υπαγωγή,προσαρμοστικότητα,σεβασμός,υπακοή

refractorily => προκλητικά, refractor => διοπτρικό τηλεσκόπιο, refractometer => Διαθλασίμετρο, refractivity => Δείκτης διάθλασης, refractiveness => διάθλαση,