Greek Meaning of refractorily

προκλητικά

Other Greek words related to προκλητικά

Definitions and Meaning of refractorily in English

Webster

refractorily (adv.)

In a refractory manner; perversely; obstinately.

FAQs About the word refractorily

προκλητικά

In a refractory manner; perversely; obstinately.

προκλητικός,αδάμαστος,επαναστάτης,επαναστατημένος,ανυπότακτος,πεισματάρης,αμετάπειστος,δύστροπος,αντίθετος,αυθάδης

συγκαταβατικός,ευχάριστος,Επιδεκτικός,φιλικός,συμβατός,Συμφωνούσα,συνεταιρισμός,σεβαστικός,υπάκουος,υπάκουος

refractor => διοπτρικό τηλεσκόπιο, refractometer => Διαθλασίμετρο, refractivity => Δείκτης διάθλασης, refractiveness => διάθλαση, refractive index => Δείκτης διάθλασης,