Greek Meaning of civil disobedience

Πολιτική ανυπακοή

Other Greek words related to Πολιτική ανυπακοή

Definitions and Meaning of civil disobedience in English

Wordnet

civil disobedience (n)

a group's refusal to obey a law because they believe the law is immoral (as in protest against discrimination)

FAQs About the word civil disobedience

Πολιτική ανυπακοή

a group's refusal to obey a law because they believe the law is immoral (as in protest against discrimination)

πρόκληση,Μη συνεργασία,εξέγερση,μπόζο,ανυπακοή,ανυπακοή,Απείθεια,δυσκολία,θόρυβος,ανταρσία

ευγένεια,ευκολία ,φιλικότητα,δουλοπρέπεια,υποτακτικότητα,υποταγή,υποταγή,συμμόρφωση,σεβασμός,υπακοή

civil defense => πολιτική άμυνα, civil death => πολιτικός θάνατος, civil day => Πολιτική ημέρα, civil contempt => Πολιτική περιφρόνηση, civil censorship => Αστική λογοκρισία,