Greek Meaning of civil law
Αστικό δίκαιο
Other Greek words related to Αστικό δίκαιο
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of civil law
- civil engineering => Πολιτικός μηχανικός
- civil engineer => πολιτικός μηχανικός
- civil disobedience => Πολιτική ανυπακοή
- civil defense => πολιτική άμυνα
- civil death => πολιτικός θάνατος
- civil day => Πολιτική ημέρα
- civil contempt => Πολιτική περιφρόνηση
- civil censorship => Αστική λογοκρισία
- civil authority => Πολιτικές αρχές
- civil action => αστική αγωγή
- civil leader => Πολιτικός ηγέτης
- civil libertarian => Υπερασπιστής των αστικών ελευθεριών
- civil liberty => πολιτικές ελευθερίες
- civil list => Πολιτική λίστα
- civil marriage => Πολιτικός γάμος
- civil officer => Δημόσιος υπάλληλος
- civil order => Αστική τάξη
- civil right => Πολιτικά δικαιώματα
- civil rights activist => Ακτιβιστής για τα πολιτικά δικαιώματα
- civil rights leader => Ακτιβιστής των πολιτικών δικαιωμάτων
Definitions and Meaning of civil law in English
civil law (n)
the body of laws established by a state or nation for its own regulation
the legal code of ancient Rome; codified under Justinian; the basis for many modern systems of civil law
FAQs About the word civil law
Αστικό δίκαιο
the body of laws established by a state or nation for its own regulation, the legal code of ancient Rome; codified under Justinian; the basis for many modern sy
No synonyms found.
No antonyms found.
civil engineering => Πολιτικός μηχανικός, civil engineer => πολιτικός μηχανικός, civil disobedience => Πολιτική ανυπακοή, civil defense => πολιτική άμυνα, civil death => πολιτικός θάνατος,