Greek Meaning of civil engineer
πολιτικός μηχανικός
Other Greek words related to πολιτικός μηχανικός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of civil engineer
- civil disobedience => Πολιτική ανυπακοή
- civil defense => πολιτική άμυνα
- civil death => πολιτικός θάνατος
- civil day => Πολιτική ημέρα
- civil contempt => Πολιτική περιφρόνηση
- civil censorship => Αστική λογοκρισία
- civil authority => Πολιτικές αρχές
- civil action => αστική αγωγή
- civil => πολιτικός
- civies => Πολίτες
- civil engineering => Πολιτικός μηχανικός
- civil law => Αστικό δίκαιο
- civil leader => Πολιτικός ηγέτης
- civil libertarian => Υπερασπιστής των αστικών ελευθεριών
- civil liberty => πολιτικές ελευθερίες
- civil list => Πολιτική λίστα
- civil marriage => Πολιτικός γάμος
- civil officer => Δημόσιος υπάλληλος
- civil order => Αστική τάξη
- civil right => Πολιτικά δικαιώματα
Definitions and Meaning of civil engineer in English
civil engineer (n)
an engineer trained to design and construct and maintain public works (roads or bridges or harbors etc.)
FAQs About the word civil engineer
πολιτικός μηχανικός
an engineer trained to design and construct and maintain public works (roads or bridges or harbors etc.)
No synonyms found.
No antonyms found.
civil disobedience => Πολιτική ανυπακοή, civil defense => πολιτική άμυνα, civil death => πολιτικός θάνατος, civil day => Πολιτική ημέρα, civil contempt => Πολιτική περιφρόνηση,