Greek Meaning of balkiness

μπόζο

Other Greek words related to μπόζο

Definitions and Meaning of balkiness in English

Wordnet

balkiness (n)

likely to stop abruptly and unexpectedly

FAQs About the word balkiness

μπόζο

likely to stop abruptly and unexpectedly

πρόκληση,Ασεβεια,εξέγερση,αυθαιρεσία,Πολιτική ανυπακοή,αντίθεση,ανυπακοή,ανυπακοή,Απείθεια,δυσκολία

συμμόρφωση,υπακοή,υποβολή,υπαγωγή,προσαρμοστικότητα,Πειθήνιοτητα,ευγένεια,ευκολία ,φιλικότητα,σεβασμός

balker => Ξύλο, balked => σταμάτησε, balkans => Βαλκάνια, balkanize => βαλκανίζω, balkanise => Βαλκανίζω,