Greek Meaning of adamance

αδιαλλαξία

Other Greek words related to αδιαλλαξία

Definitions and Meaning of adamance in English

Wordnet

adamance (n)

resoluteness by virtue of being unyielding and inflexible

FAQs About the word adamance

αδιαλλαξία

resoluteness by virtue of being unyielding and inflexible

Αποφασιστικότητα,αμείλικτη συμπεριφορά,αναπόφευκτο,Ακαμψία,αδιαλλαξία,κακοήθεια,πείσμα,Επιμονή,επιμονή,επιμονή

αποδοχή,αποδοχή,συμμόρφωση,ευελιξία,Ευκαμψία,λογικότητα,δεκτικότητα,δεκτικότητα,λογικότητα,ανεκτικότητα

adam smith => Άνταμ Σμιθ, adam => Αδάμ, adalia bipunctata => Ιπποδάμεια διημερία, adalia => πασχαλίτσα, adagio => adagio,